28 Φεβ 2013

Τα φαντάσματα του πάρκου




  •  Όποτε κατεβαίνω τη Δαφνομήλη, λίγο πριν το πάρκο του Άη Νικόλα στα Πευκάκια, πάντα κοιτάζω αριστερά, το κόκκινο σπίτι με τον σκελετό στο παράθυρο.
     
  • Ακουμπάει το κεφάλι του μελαγχολικά στο τζάμι σκυμμένος μπροστά, με το τρύπιο βλέμμα του στο αόριστο του πεζοδρομίου σαν γιαγιά κουτσομπόλα που ξεχάστηκε ακίνητη στο χάζι της πίσω από την κουρτίνα, γιατί τίποτα δεν συνέβαινε στη γειτονιά. Και πέθανε έτσι, περιμένοντας.
     
  • Όχι και τίποτα, γιαγιά. Δέκα μέτρα πιο κάτω, τις νύχτες γίνεται πάρτι. Κοίτα πώς ταλαντεύονται ξεκοιλιασμένα τα συρματοπλέγματα της περίφραξης στο γηπεδάκι του μπάσκετ. Στα τσιμέντα του, κάτω, σκασμένες οι ψιλοκρεμαστές της νύχτας, βελόνες, πευκοβελόνες, σύριγγες, χαρτιά από γκοφρέτες, κουτάκια μπίρας. Κάποιο πρωί είδα και ένα ζευγάρι σπασμένα μυωπικά γυαλάκια, απλά έτσι, πεταμένα μπροστά στη μπασκέτα.
     
  • Από αριστερά, στο πλάτωμα ανάμεσα στο 14ο Δημοτικό Σχολείο και την παιδική χαρά, όταν γίνονται φασαρίες στο κέντρο, στήνονται μπάτσοι και περιμένουν. Οπλισμένοι, αρματωμένοι, φουλ. Χαζογελάνε, λένε μαλακίες και παίζουν με τα κινητά, σαν να περιμένουν να τελειώσει το διάλειμμα και να γυρίσουν πίσω στις τάξεις τους. Τις άλλες νύχτες, όταν έχει ηρεμία, σκοτεινές φιγούρες κουρνιάζουν πάνω στα παγκάκια σαν όρνια που παραφυλάνε να ζυγώσει κανένας αναβάτης της δύσκολης ανηφόρας που έρχεται από τη Σίνα, για να χιμήξουν. Δεν μιλάνε, μόνο καμιά κάφτρα του τσιγάρου τους βλέπεις μέσα στο σκοτάδι. Αν θες να πας στο σπίτι της γιαγιάς, καλύτερα να πάρεις τις σκάλες.
     
  • Δηλαδή πρέπει να κάνεις ένα μικρό κύκλο για να αποφύγεις το πάρκο. Να ανέβεις την Ασκληπιού που έχει φώτα και μόλις φτάσεις στον Άγιο Νικόλαο να κάνεις δεξιά και να ανέβεις τα σκαλάκια της Πατριάρχου Φωτίου. Αγκομαχώντας παραμερίζεις φυλλωσιές που πνίγουν το πέρασμα, ακροβατείς σε σχάρες που μόνιμα από κάτω βορβορίζουν νερά, καταπίνεις μυγάκια και φτάνεις με την αναπνοή στα δόντια, στο κεφαλόσκαλο. Το έχω κάνει και με χαλάζι.
     
  • Το ήσυχο, αφύλαχτο πάρκο του Άη Νικόλα, πάντα υπήρξε καταφύγιο. Οι σκιές του και οι στροφές του κρύβουν ιστορίες. Παλιότερα, φιλοξενούσε έρωτες και νυχτερινές βόλτες σκύλων για τσίσα. Μετά ήρθαν τα πρεζόνια και μερικά κορίτσια που έψαχναν πελάτη για σεξ. Τώρα, διασχίζοντάς το θα δεις τους μικρούς καταυλισμούς δίπλα στις βρύσες. Μπογαλάκια άστεγων μπαζωμένα με τάξη και φόβο κάτω από τους θάμνους σαν καλύβες χόμπιτ και κάποια λυπημένα, ξεβαμμένα ρούχα τους να στεγνώνουν απλωμένα πάνω στα φυλλώματα, στις αγγελικές του πάρκου. Και πάντα, ο ήχος από μία ανοιχτή βρύση να κελαρύζει κάπου εκεί. Τα νερά έρχονται από μία ανεξάντλητη πηγή, την «πηγάδα του Κρητικού», που ήταν γωνία λεωφόρου Αλεξάνδρας και Γκύζη.
     
  • Παλιά, λένε, σε όλη αυτή την πλαγιά στα πόδια του Λυκαβηττού, θάβανε νεκρούς. Το είχε ψυχανεμιστεί ο Α., φίλος που ζει εκτός Ελλάδας, όταν τον φιλοξενούσα. Το πρώτο βράδυ στο σπίτι, αργά, κρατώντας το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε στο χέρι (ναι, αυτό διάβαζε), μου είπε «Έχεις φαντάσματα εδώ, το ξέρεις; Στριφογυρίζει μπροστά μας ένα παγωμένο ρεύμα που έρχεται από εκεί.» Και μου έδειξε προς τη μεριά του πάρκου. Δεν είχα κανένα παράθυρο ανοιχτό.
     
  • Το επόμενο βράδυ, κατεβαίνοντας με το ταξί την Οκταβίου Μερλιέ δίπλα από το Γαλλικό Ινστιτούτο, φωτογραφήσαμε φευγαλέα, στα τυφλά, τις πρασινάδες του πάρκου φωτισμένες μόνο από το ισχνό φως του φθορισμού από τις λάμπες του. Στις εικόνες που είδαμε στην οθόνη μετά, διακρίναμε κινήσεις και αύρες, διπλές φιγούρες, αντανακλάσεις, είδωλα και σκιές σε τροχιά. Βέβαια τρανταζόταν και ολόκληρο το ταξί λόγω του σκατόδρομου που είναι γεμάτος τρύπες από τη μόνιμη διαρροή νερού, διαφορετικά θα είχαμε φωτογραφήσει απλώς ένα σκέτο μαύρο, αλλά και πάλι: τα φαντάσματα του πάρκου δεν μπορούσες να τα αγνοήσεις, ήταν εκεί, πίξελ με πίξελ, αληθινά, σαν μελανές τολύπες καπνού.
     
  • Αργότερα διάβασα στο βιβλίο «Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια» του Γιάννη Καιροφύλα (εκδ. Φιλιπότη) ότι το μικρό εκκλησάκι, προάγγελος του ναού που χτίστηκε αργότερα, κάποτε χρησίμευσε σαν οστεοφυλάκιο. Λίγο αργότερα έγινε νηπιοτροφείο, αργότερα δημοτικό σχολείο και από το 1935 το Ε’ Γυμνάσιο Θηλέων. Και επειδή δεν χωρούσαν όλα τα κορίτσια στο οστεοφυλάκιο, νοίκιασε το κράτος και ένα σπίτι απέναντι. Μαύρες ποδιές, λευκές κορδέλες. Οι στριγκλιές και τα χάχανα, σκέπασαν τη βαριά λάσπη των πεθαμένων και το πάρκο πήρε ζωή.
     
  • Από κάτω οι νεκροί των αιώνων και από πάνω Αθηναίοι που ζούσαν, έτρωγαν έπιναν δροσερά νερά από τους καταρράκτες του Λυκαβηττού, πλένονταν. Ο χώρος πίσω από τον ναό, εκεί που βρίσκεται τώρα το Πνευματικό Κέντρο των εν Αθήναις Ρουμελιωτών (που κτίστηκε το 1968 και ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις των κατοίκων – χωρίς όμως να γίνει τίποτα, λέει το βιβλίο), στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν χαμάμ, λαϊκά λουτρά. Εκεί είχε στεγασθεί και η 7η Ομάδα Προσκόπων. Αργότερα, πριν τη δικτατορία του Μεταξά ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για να στεγασθούν η κρατική αποθήκη σπόρων καθώς τα λαϊκά συσσίτια του ΠΙΚΠΑ. Ανέβαινε ο κοσμάκης το Γολγοθά της Σίνα, να φτάσει στους πρόποδες του λόφου να φάει ένα κομμάτι ψωμί.

  • Και μετά κατέβαιναν την κατηφόρα προς Ακαδημίας, καθαροί, χορτάτοι, χαζογελώντας, λέγοντας μαλακίες, ευτυχισμένοι και αθώοι, άνθρωποι της πόλης που τους καταβροχθίζει.
     
  • Τις μέρες με ήλιο περνάω μπροστά από τον σκελετό της Δαφνομήλη, του γνέφω αδιόρατα μια καλημέρα γιατί ποτέ δεν ξέρεις, και χώνομαι στο πάρκο. Κάθομαι για λίγο στο μικρό, πέτρινο αμφιθέατρο και προσπαθώ να ακούσω τις φωνές της Αθήνας. Το χώμα είναι πάντα βρεγμένο, οι πλάκες πάντα παγωμένες και υγρές. Σαν να έβρεχε πολύ την προηγούμενη νύχτα και τώρα να βγήκε ο ήλιος, να στεγνώσουμε. 

8 Φεβ 2013

Έγχρωμη μουσική


  • Είναι εκείνο το καταραμένο πάρτι που ποτέ δεν έγινε. Το πάρτι που θα ήταν όλοι εκεί. Καινούργιοι και παλιοί έρωτες, θεοί και θεότητες, συμμαθητές και ομοτράπεζοι, φευγάτοι και τωρινοί, πεθαμένοι και απέθαντοι.

  • Όλα τα πάρτι που γίνονται έχουν απόντες. Υπάρχει πάντα το κομμάτι που λείπει.
    Υπάρχουν όμως και στιγμές που νομίζεις ότι βρέθηκαν όλοι μαζί, μέσα στο κεφάλι σου – ή μέσα σε ένα βιβλίο. Ένα άλμπουμ αναμνήσεων με τα πορτρέτα όλων όσων ήπιαν μαζί σου σε τραπέζια, στα πατώματα, σε μπάρες, σοκάκια, πεζοδρόμια, πεζούλια πάνω από θάλασσες, υπόγεια κολόμπαρα ποιος ξέρει που, γυαλιστερές νύχτες με ορχήστρα, ταβερνεία, μέσα σε ομίχλη ή σε εκκωφαντική ζέστη, σε ήλιο με τρεμουλιαστό καυτόν αέρα. Αυτό το βιβλίο με τις μουσικές και τις φιγούρες του παντοτινού μπαρ που πέρασες τη ζωή σου, μου το έφερε μια μέρα ένας φίλος –όπως πρέπει: από τα βάθη του χρόνου.

  • Ο Γιώργος Κουτσονάσιος στο Β’ Λύκειο Αρρένων Ζωγράφου ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ο απεσταλμένος του Frank Zappa στο σχολείο μας. Είχε το κόπιράιτ. Είχε το μουσάκι στο πηγούνι. Είχε το σακίδιο. Είχε τα καρό φανελένια πουκάμισα. Είχε το βλέμμα Hot-Rats. Περιφερόμασταν στους ίδιους διαδρόμους, βρισκόμασταν στις ίδιες παρέες ον-οφ, κάναμε εμφανίσεις στα σημαδιακά κλαμπ της εποχής, δύσκολα επιλεγμένα, έπρεπε να είναι βαθειά ροκ. Ένα βράδυ κάτι ταγάρια, γίδια, τύποι από άλλες παρέες πήγαν να κάψουν την Bedlam στη Μιχαλακοπούλου ψηλά. Εκεί μαζευόμασταν και ακούγαμε αυτά που μας άρεσαν, μια βλακεία ήταν αλλά τότε είχε την ιερότητα του άβατου για ‘μας, ήταν το συνοικιακό μας τέμενος. Έπεσε ξύλο φίλε. Είχαν μπιτόνια μαζί τους. Μας έλεγαν «ξενόφερτους», αν ήξεραν πού είναι θα έκαιγαν και το σπίτι του Zappa. Θεός σχωρέστον κι αυτόν.

  • Μετά, όλα χάθηκαν στον αέρα. Εγώ έφυγα, σερνόμουνα σε άλλες γειτονιές, ανακάλυψα τα ρεμπέτικα και τους σεβντάδες που με’τρώγαν, ξεχνούσα τ΄όνομά μου, ξεχνούσα τα πάντα. Καμιά φορά έβλεπα τον Κουτσονάσιο από μακριά, μεσ’ στη θολούρα, σε συναυλίες και σε μουσικές σκηνές που έπαιζαν η Κρίστη Στασινοπούλου με τον Στάθη Καλυβιώτη, έμαθα ότι δούλευε στην ΕΜΙ, μετά ότι άνοιξε ένα δικό του μικρό δισκάδικο-στέκι, το Έλα-Κάτω στο Παγκράτι ή σε καμιά βόλτα από το Pop Eleven της Σκουφά. «Για να δω, τι πήρες;» Άνοιγα τη σακούλα. John Cale, “Vintage violence” και τα Μικρασιάτικα της Μέλπως Μερλιέ.

  • Έτσι, με τέτοιες αγάπες τριγυρνούσαμε στην Αθήνα, τζαζ, ροκ, αναποδογυρισμένα, μπλουζ με σκρατς στο δίσκο, κανένα σερφ-πανκ να τρέχουμε τους δρόμους.

  • Λέει ο Γιώργος: «Έτσι κι αλλιώς η εποχή ήταν ιδιαίτερα γόνιμη μουσικά, τρέχαμε να ρουφήξουμε ελληνικό τραγούδι που ήταν «ζωντανό», δημιουργούσε «νόημα» ακόμα, καθόριζε κλίμα, τρόπους ζωής… Τσιτσάνη και Μπέλλου στο Χάραμα, Σαββόπουλο και Γιγανταιώρημα στην Πλάκα, λίγο μετά κάθε βράδυ στο Ζουμ για Παπάζογλου και το φρέσκο Χαράτσι, κομπανίες, ντέφι, Άκης Πάνου, τα Nuevo λαϊκά του Ρασούλη, Χαρούλα, Βιτάλη, Σούκας, Διονυσίου, Αγγελόπουλος, Τζιμάκος, Πιλαλί, ωραίες παρέες, μυθικά διαβάσματα, νύχτες γενναιόδωρες». 
  • Ύστερα έφυγα, εγώ δυτικά και ο Γιώργος ανατολικά.

  • Πριν μερικά χρόνια η Α. μου έδειξε κάτι πίνακες. Τεράστια μπαμπού, με τα φυλλώματά τους, γεμάτα χρώμα, μπογιές, βαμμένα και πεταμένα επάνω στον καμβά. Ένα δάσος από φωτεινά, υδαρή κιτρινοπράσινα καφέ που σε ρουφούσε μέσα στα μυστικά και τις γραμμές του, κάθετες, διαθλώμενες, οξείες γωνίες, πυκνές – και όμως φωτεινές και διάφανες. Στην άκρη του πίνακα, κάτω δεξιά, είδα το όνομα του παλιού μου συμμαθητή. Κι έτσι έμαθα τη συνέχεια του Γιώργου: Σαννυάσιν του ινδού μύστη Osho, χειμώνες στην Πούνα στην Ινδία, διαλογισμός και group therapies, sufi whirling, zen calligraphy, primal και nature painting με την γιαπωνέζα ζωγράφο Meera. Από το 2002 μαζί με την Αλόκα Αλαγιάννη, κάνουν workshops ζωγραφικής στην Αθήνα και την Αίγινα.

  • Και μια μέρα άνοιξε την πόρτα, μπήκε και μου έδωσε το άλμπουμ της «Έγχρωμης Μουσικής» συμπυκνώνοντας μέσα σε 216 σελίδες τη ζωγραφισμένη μουσική μυθολογία της ζωής μας. Μία σειρά από πορτρέτα και ιδανικούς συνδυασμούς, τους θεούς που μας συντήρησαν και μας ταξίδεψαν όλα αυτά τα χρόνια. Ο Μάρκος Βαμβακάρης στο ίδιο πάλκο με την Billie Holiday,o Tom Waits παίζει με τον Μπάτη,ο Ray Charles με τον Άκη Πάνου...οι Rolling Stones,o Bob Dylan,o Monk,o Cohen, Αρχαίοι Ρεμπέτες, Βυζαντινοί Φλαμένκος, Σούφι Μπλούζμεν, Ρέγκε Βούδες, Ζέν Μποέμ και άλλοι. Περιπλανώμενοι των Παραλιών και των Άστρων δίπλα σε μιά μικρή ανθολογία από τραγούδια και αποσπάσματα από Πίντσον, Κόνραντ, Μπόουλς, Κόντογλου, Κορτάσαρ και άλλους..

  • «Έγχρωμη Μουσική – Coloured Music – λέγαν, διαχωριστικά και υποτιμητικά, στην Αμερική του ’30 τα μπλουζ, το μαύρο –έγχρωμο δηλαδή- τραγούδι σε αντιδιαστολή με το λευκό –άχρωμο, προφανώς- «πολιτισμένο» τραγούδι… το ίδιο με τα ρεμπέτικα, τα τάνγκο, το φλαμένκο. (…) Μ’άρεσε να ζωγραφίζω με πενάκια και μολύβια τον Μπάτη και τον Junior Wells, τον Κάβουρα και τον Camarón de la Isla έχοντας στο μυαλό μου αγιογραφημένους πειρατές και όλους αυτούς τους φοβερούς «άντρες ξακουστούς και λησμονημένους» του Κόντογλου. Από φωτό σε βιβλία ή περιοδικά και, φυσικά, εξώφυλλα που ήταν βασικό συστατικό της όλης μαγείας, Little Walter και Χατζηχρήστο με κηροπαστέλ και ακουαρέλες… κάπου εκεί το ’83, το «δίπλα από το κύμα έχει τ’άλογα λυμένα, θα τον δεις, ο ασπροντυμένος μπουζουξής», του Σαββόπουλου, ήρθε σαν μαγική εικόνα – κάποιου είδους σύμβολο, μιας λαϊκής πνευματικότητας, μιας λαϊκής αριστοκρατικότητας, ας πούμε, βαθύτατα ελληνικής και μαζί παγκόσμιας… όπως οι ασπροντυμένοι Rolling Stones στο Black & Blue, που γράψαν στη Τζαμάικα του ρέγκε… ή τα pueblos blancos, τα ασπροντυμένα φλαμενκοχώρια στην Ανδαλουσία… τα δικά μας «νησιά του παραδείσου»… τα ασπροντυμένα evening meetings του Αιγαίου… το ελληνικό ροκενρόλ τα λαϊκά του ’50, η Πόλυ, η δική μας σάλσα, τάνγκο, ρούμπα… τέτοια ήθελα να ζωγραφίσω».
  • Τα πάρτι τελείωσαν. Η Bedlam έγινε Retro και τώρα, ίσως, εγκαταλελειμμένη αποθήκη πολυχώρος. Η Αθήνα δεν έχει τίποτα λευκό, καμία λαϊκή πνευματικότητα. Οι άγγελοι των μπλουζ και των ρεμπετάδικων κλείστηκαν σε κρησφύγετα και μικρές παρέες. Εγώ, περνάω ώρες ακολουθώντας με το βλέμμα, το ρυθμό που έχει το πενάκι του Κουτσονάσιου στη γραμμή, σχεδιάζοντας την τσάκιση από τσίλικα παντελόνια που κάθονται σταυροπόδι, τα δάχτυλα επάνω στις χορδές που πάλλονται, την κραυγή που βγαίνει καθώς απλώνει η ακουαρέλα στους πόρους του χαρτιού, τον πυρετό στην κόφτρα του τσιγάρου του Άκη Πάνου, ένα δαχτυλίδι, ανοιχτά παράθυρα, μπουκάλια, φοίνικες, την Αστυπάλαια και το Μπρονξ.
 *Το άλμπουμ «Έγχρωμη Μουσική» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποντοπόρος. http://koutsonasiosart.gr/

20 Ιουν 2012

Το πρώτο μου πανικοβάλ

(φωτο.Terry O'Neill) Τα mod χρόνια του Λονδίνου. Με δάχτυλα κομμένα από τις χορδές της κιθάρας.

Είμαι σχεδόν δώδεκα χρονών, Κυριακή μεσημέρι, στον κινηματογράφο Άστρον της λεωφόρου Κηφισίας, που τώρα πια είναι ένα ξεσκισμένο, πεθαμένο μωβ εγκαταλελειμμένο κτίριο. Τότε έλαμπε, γυάλιζαν οι προθήκες με τις αφίσες και τις φωτογραφίες από τα μεγάλα φιλμ των ‘70ς. Βρίσκομαι στα πίσω καθίσματα της κλειστοφοβικής χαμηλοτάβανης πλατείας που κοιτάζει ανηφορικά την οθόνη σαν να πρόκειται να απογειωθούμε – κι από πάνω μας οι καλές θέσεις, στον ευάερο, ευρύχωρο εξώστη, έτσι είναι φτιαγμένο το Άστρον. Το σινεμά είναι γεμάτο, φίσκα, τραντάζεται από φωνές, γέλια, ουρλιαχτά, είναι εκεί όλο το σχολείο. Εμείς, τα πρωτάκια του Γυμνασίου λουφαγμένα «στο πορτ μπαγκάζ» και οι άλλοι, οι μεγάλοι, όλες οι τάξεις της περιοχής, Αμπελόκηποι, Ζωγράφου, απλωμένοι παντού σαν συναυλία. Η Έκτη διοργανώνει προβολή δύο ροκ ταινιών. Δύο ντοκιμαντέρ – το ιστορικό τριήμερο Monterey International Pop Festival (Ιούνιος του 1967) και το Gimme Shelter που παρακολουθεί τους Rolling Stones στην περιβόητη αμερικάνικη περιοδεία τους το 1969, εκείνη που άρχισε σαν μία γκλίτερ έκρηξη ουτοπικής χαράς του ροκ εν ρολ για να καταλήξει στη διαβολική σκοτεινιά του εφιάλτη στο Altamont, με τους Hells Angels να μαχαιρώνουν έναν θεατή.

Δεν είχα ιδέα. Τότε είχα μόνο κάτι σαρανταπεντάρες κασέτες με Beatles και Κώστα Τουρνά.

Το ροκ κυλάει στην οθόνη, όλοι κουνιούνται ρυθμικά, υπάρχουν καλές δονήσεις γύρω μου, τις νοιώθω να τρίζουν ελαφρά τους κροτάφους μου, μία αλλόκοτη αίσθηση ότι κάτι κλιμακώνεται. Ανεβαίνει. Δυναμώνει. Μία μικρή παύση….

…Και σκάει.
Οι πρώτες νότες του “Satisfaction” με ακινητοποιούν, η κιθάρα του Keith τσουρουφλίζει τον εγκέφαλό μου, η κόκκινη εσάρπα του Jagger ανεμίζει μία φλόγα. Κάτι συμβαίνει στους βουβώνες μου και κάτι συμβαίνει στο κεφάλι μου. Η καρδιά μου χτυπάει λίγο πιο γρήγορα, νοιώθω το αίμα να κυλάει παντού πλούσιο και να με δροσίζει σαν να έχω πάρει όλο το μπουκαλάκι πόπερς (αργότερα θα συνέβαινε κι αυτό), είναι λίγο έκσταση, λίγο στύση, λίγο πανικός (αργότερα θα το ονόμαζα πανικοβάλ), μία ανείπωτη, αδικαιολόγητη χαρά ότι μόλις βρήκα τον ρυθμό μου. Μόλις άκουσα το μέτρημα: ένα-δύο-τρία και ρολλλ. Ένα-δύο-τρία και παύση. Χτυπάς, χτυπάς και σταματάς. Κοιτάς, ακίνητος, κινείς το βλέμμα, μια ανάσα, ένα κρακ στον ώμο. Και πάλι χτύπημα, χτύπημα.

«…Νομίζω ότι ο πρώτος δίσκος που αγόρασα ήταν το «Long Tall Sally» του Little Richard. Φανταστικός δίσκος, ακόμα και σήμερα. Οι καλοί δίσκοι γίνονται ακόμα καλύτεροι με τον χρόνο. Ένα είναι όμως το κομμάτι που πραγματικά με συγκλόνισε, σαν να έγινε κάποια έκρηξη μια νύχτα, και το άκουσα στο μικρό μου τρανζιστοράκι χωμένος κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι μου, στον σταθμό Radio Luxembourg: το «Heartbreak Hotel». Εκεί, έμεινα άναυδος. Ποτέ μου δεν είχα ακούσει τέτοιο πράγμα ή κάτι παρόμοιο. Δεν είχα καν ακούσει τον Έλβις πριν. Ένοιωσα σχεδόν σαν να ήταν κάτι που το περίμενα να συμβεί. Όταν ξύπνησα, το επόμενο πρωί, ένοιωθα να είμαι ένας διαφορετικός άνθρωπος. Ξαφνικά υπήρχαν πράγματα που με συγκλόνιζαν στη ζωή μου: ο Buddy Holly, ο Eddie Cochran, ο Little Richard, o Fats. Το Radio Luxemburg που ήταν θρυλικό επειδή ήταν παράνομο και δεν μπορούσες να βρεις εύκολα τη συχνότητά του. Θυμάμαι, είχα μία μικρή κεραία και γύριζα γύρω γύρω στο δωμάτιο κρατώντας το ραδιοφωνάκι κολλημένο στο αυτί μου και στριφογυρίζοντας την κεραία. Προσπαθούσα να μην κάνω θόρυβο και ξυπνήσω τους γονείς μου. Μόλις έπιανα το σήμα καλά, έπαιρνα το τρανζιστοράκι κάτω από τις κουβέρτες στο κρεβάτι μου και κρατούσα την κεραία έξω, στραμμένη στη σωστή κατεύθυνση. Υποτίθεται ότι έπρεπε να κοιμάμαι, υποτίθεται ότι την άλλη μέρα είχα σχολείο αλλά εγώ έμενα κολλημένος και άκουγα όλη τη νύχτα. Άπειρες διαφημίσεις για τα κοσμηματοπωλεία Τζέημς Γουώκερ «σε κάθε μεγάλη λεωφόρο,» και για το Ιρλανδέζικο σουήπστέηκ με τους οποίους το Ράδιο Λουξεμβούργο είχε κάποιο είδος συνεργασίας. Στις διαφημίσεις άψογο το σήμα, καμπάνα. Μόλις έλεγε ο εκφωνητής «και τώρα θα ακούσουμε τον Fats Domino στο “Blueberry Hill”», το σήμα χανόταν. Άντε και γαμίσου.
    
Και τότε, εκείνη τη νύχτα, ξαφνικά μέσα στα παράσιτα, ακούστηκαν οι πρώτοι στίχοι: «Since my baby left me…» - και αυτό ήταν. Αυτό γύρευα. Αυτός ο ήχος ήταν που τράβηξε τη σκανδάλη μέσα μου. Ήταν το πρώτο ροκ-εν-ρολ που άκουσα. Είχε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ερμηνείας, έναν άλλο, καινούργιο ήχο, απογυμνωμένο, που δεν αστειευόταν, ούτε βιολιά, ούτε γυναικεία χορωδιακά και άλλες φλωριές. Άλλο πράμα. Γυμνό, κατευθείαν στις ρίζες της μουσικής, ένοιωθες ότι ήταν πάντα εκεί αλλά δεν είχε ακουστεί ποτέ. Σε αυτό, πρέπει να υποκλιθώ στον Έλβις. Έβαλε τις βάσεις. Η σιωπή είναι ο καμβάς σου, αυτή είναι η κορνίζα σου και αυτό είναι το θέμα σου · φτιάξε το έργο σου αλλά μην το παραφορτώσεις. Αυτό μου έκανε το «Heartbreak Hotel». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι τόσο σκληρό και στέρεο. Ποιος ήταν αυτός ο τύπος; Έπρεπε να δω τι άλλο έχει κάνει. Ευτυχώς πρόλαβα να πιάσω το όνομά του λίγο πριν χαθεί πάλι το σήμα του Radio Luxembourg. «Αυτός λοιπόν ήταν ο Elvis Presley και το “Heartbreak Hotel”». Πω πω, μαλάκα!»

Τώρα, μισόγερος πια, μεταφράζοντας την αυτοβιογραφία του Keith Richards, “Life”, αυτό, το παραπάνω απόσπασμα από το 2ο κεφάλαιο, ήταν που κλείδωσε τη σχέση μου με το βιβλίο. Εκεί συνέβη η σχέση, βρήκα τον παλμό, μπήκα στο μυαλό του Keith Richards και άρχισα να ακολουθώ πάλι το συγκρότημα, με μία νέα αγάπη. Ξαναβρήκα το ροκ εν ρολ στην πιο ατόφια του μορφή και την αυθεντική αγάπη για τα blues - από εκεί που ξεκίνησαν όλα.

Εκείνο το Κυριακάτικο μεσημέρι βγήκα από το Άστρον και περπατούσα πέντε εκατοστά πιο πάνω από το έδαφος. Ήθελα να αρπάξω κάτι και να το δαγκώσω, ήθελα να κατρακυλήσω την Κηφισίας τρέχοντας στη μέση της δρόμου, μόνος, τρελός και ελεύθερος, εξόριστος από τα πάντα, στην κεντρική λεωφόρο.

Στο περίπτερο με τα ξένα περιοδικά, γωνία με Φειδιππίδου, υπάρχει ακόμα εκεί, είδα το γερμανικό Pop, ένα πολύχρωμο ιλουστρέ περιοδικό-παρτάλι με μουσική, glam rock και ελαφρύ σοφτ-πορν για 15χρονα. Στο εξώφυλλο ο Mick και ο Keith κολλητά στο μικρόφωνο, έτοιμοι να φιληθούν με μία ηλεκτρική αύρα γύρω τους. Το πήρα, κόλλησα τη φωτογραφία στον τοίχο και τη Δευτέρα το μεσημέρι αγόρασα το πρώτο μου βυνίλιο Rolling Stones.


*Η αυτοβιογραφία του Keith Richards, “LIFE”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό, πρώτο βιβλίο της σειράς Laternative, σε μετάφραση «του πανικοβάλ».
* Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει σε ένα πολύωρο event στο six d.o.g.s. με live από 11 συγκροτήματα (Zebra Tracks – Yuri’s Accident – Stella – Space Blanket – Sad Disco – Nefeli Walking Undercover – My Drunken Haze – Liarbirds – Keyser Soze – I Saw 43 Sunsets – Daughter), DJ sets (Dear Quentin – Untitled – Γιώργος Μιχαλόπουλος Θοδωρής Κανελλόπουλος Λατέρνατιβ) και αναγνώσεις  (Νίκος Πετρουλάκης Γιάννης Νένες Γιώργος Νίκας Λατέρνατιβ). Το Σάββατο 23/6, στις 19:30. ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ.

31 Μαΐ 2012

Ζω σαν λαθρακουστής. Κρατάω την αναπνοή μου και ακούω το πάτημα της ζωής που περνάει κι αυτό μετά μου δίνει τον ρυθμό μου. 

Ζω σε έναν ήσυχο δρόμο, χαμένο ανάμεσα σε σκαλάκια, αδιέξοδα και στενά περάσματα. Πόσο συμβολικό. Στον ωττικό μου λαβύρινθο συνωστίζονται και ρέουν επιλεγμένες πληροφορίες, αφού τις απομονώσω από τη βουή του περιβάλλοντος. Ζω σε περάσματα όπου η Αθήνα καταλαγιάζει, ο θολός της θόρυβος μένει πίσω και ρυάκια ήχου σταλάζουν τις λεπτομέρειες που μου αρέσουν.

Νωρίς το πρωί ακούω ανάλαφρες μαμάδες που πηγαίνουν τα πιτσιρίκια στο σχολείο. Τους μιλάνε κάπως ψιθυριστά και λαχανιασμένα, γιατί ο δρόμος τους εμπνέει την ησυχία του κι αυτά, σαν ζωάκια, κάνουν ερωτήσεις. Μικρές φωνούλες που μένουν μετέωρες στην εκκρεμότητα της απορίας. Πόσο τέλειος ήχος το ερωτηματικό;

Από τα γύρω μπαλκόνια ακούω ένα γαργαριστό σιγανό ποταμάκι, τσιρ τσιρ, αυτόματα ποτιστήρια – κι αν είμαι σε τρανς από την προηγούμενη νύχτα, μπορώ να ξεχωρίσω το ανεπαίσθητο κρακ των ανθέων και των φύλλων όταν αυτά ξεκουμπώνουν κι ανορθώνονται στο λυκαυγές.

Κάτω, βλέπω τους μπάτσους που φυλάνε τον Απέναντι. Κάθονται στα σκαλάκια και μιλάνε με ένα μουρμουρητό που θυμίζει τον τονισμό που είχαν κάποτε οι κουβέντες στο στρατό, μπουκωμένοι φθόγγοι που εννοούν μεταθέσεις, υπηρεσίες, τον καγχασμό σε καλαμπούρια, την αθωότητα του πρωινού φραπέ τους. Όταν βγαίνει κάποιος από τις διπλανές εξώπορτες, τον καλημερίζουν με μία διάθεση συμφιλίωσης, σαν να λένε «σόρι για όλα», σαν να τους έχει μεταλλάξει η γειτονιά, σαν να έχουν το μίνι-μάρκετ εδώ πιο κάτω. 

Σήμερα, στις εφτάμιση το πρωί, ένα αλυσοπρίονο έκοβε από τη ρίζα (παραλίγο να πω σύριζα) ένα παμπάλαιο δέντρο στο πεζοδρόμιο του μικρού δρόμου. Η υστερία της μηχανής τα έκανε όλα να τραντάζονται, να γίνονται έξαλλο πορτοκαλί καθώς ροκανίζονταν οι φλοιοί και τα χρόνια, οι ρίζες αντιστέκονταν, η κυρία αρχιτεκτόνισσα που διηύθυνε και επικροτούσε δεν έβλεπε τις πλάκες στο πεζοδρόμιο έτοιμες να σκάσουν, να κρακελάρει η άσφαλτος και να βγουν ολοζώντανες οι φλέβες της φύσης, να την τυλίξουν και να την καταπιούν τη γκαργιόλα, να την κάνουν και αυτή χλωρίδα.

Πάει το δέντρο.

Γύρω στις 12, η ησυχία είναι απόλυτη. Ανατινάζει τα αυτιά σου. 

Προς το μεσημέρι αρχίζουν και μπαίνουν διστακτικά στο μικρό δρόμο, ταξί. Οδηγήθηκαν μέχρι εδώ πάνω από κάποια ραδιοκλήση, κανένας δεν μπορεί να βρει έτσι, τυχαία, στο δρόμο του αυτό το μέρος, είναι κρυμμένο στα τρίσβαθα του χάρτη. Πόσο συμβολικό. Δεν θα σε βρει ποτέ κανείς. Πρέπει να τους καλέσεις για να έρθουν. Εκτός αν τους φτάσει ως εδώ κανένα στιγμιαίο glitch στο τζι-πι-ές τους. Σκαμπανεβάζοντας αργά στο ξεκοιλιασμένο κράσπεδο, τρύπες, φωταέρια, ψηφιακές γραμμές, τοξικές βροχές, όλα ανοιχτές πληγές, ψάχνουν να βρουν το νούμερο του πελάτη. Από τα ανοιχτά τους παράθυρα ακούγεται η μεταλλική φωνή της κυρίας στο κοντρόλ: «Άνευ ή αποβιβάζων Κολωνάκιιι; Μπλιπ, γκλιτζ, μπιπ». 

Όλο και πιο σπάνια πια, οι ταρίφες ακούνε ράδιο. Μέχρι πρότινος ακουγόταν από τα ανοιχτά παράθυρά τους να στονάρει κανένας ωρυόμενος Πορτοσάλτε ή, πιο πρόσφατα κανένας Πάριος, ξερωγώ, Σκόρπιονς, αυτά που παίζει ο Real. Τώρα μοιάζει να έχουν σωπάσει τα ράδια, οι ταρίφες οδηγούνε και ακούν τις σκέψεις τους, τη ζωντανή πάλλουσα ηχογραμμή της καρδιάς τους, αφουγκράζοντας για πελάτη, για καμιά ελπίδα, για καμιά λακκούβα. 

Αργά, τα μεσημέρια, εμφανίζονται τα ντελίβερι. Τα καταλαβαίνεις γιατί ακούς τα μηχανάκια να έχουν μπεί ανάποδα στο μονόδρομο. Είναι μία συμβολική πράξη ανδραγαθίας, μπαίνω κόντρα, είμαι καμικάζι, δεν σας έβρισκα στο Γκουγκλ Έρθ. Το γρύλισμα ενός επαγγέλματος που κουβαλάει αστικούς μύθους μέσα στα κουτιά της πίτσας του, τώρα τελευταία μάλιστα κυνηγώντας και τον χρόνο – «σε είκοσι λεπτά στην πόρτα σας». 

Στο σούρουπο ακούμε και τους δύο μουσικούς που περνάνε με ανησυχητική συχνότητα (κάθε μέρα) παίζοντας στο ακορντεόν «σαγαπώ γιατισωραία» ή «μπέσαμε μούτσο» με τόσο υποχρεωτικό λυρισμό που τους έχει σιχαθεί η ψυχή μας. 

Αυτό λίγο πριν αρχίσει η πομπή των αυτοκινήτων των κατοίκων που κάνουν τον κύκλο – τον κύκλο – τον κύκλο μέχρι να αδειάσει κάποια θέση για να παρκάρουν. Είναι η πιο ανήσυχη ώρα της ημέρας, ακούς όχι τη μηχανή τους αλλά την αγωνία τους να το χώσουν κάπου το ρημάδι. Ένα βράδυ μία κοπέλα έκλαιγε, είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου κι έκλαιγε κρατώντας το τιμόνι: Κάνω κύκλους επί μία ώρα και δέκα λεπτά. 

Δίπλα της περνούσε ένας ποδηλάτης, έκανε ένα ελαφρύ ντριν για να του κάνει χώρο – ή μάλλον όχι, για να της σπάσει τα νεύρα το έκανε, κι έφυγε στα πετάλια του εναλλακτικός και καλλίπυγος ανάποδα, σαν διανομέας, μέσα στη νύχτα. Δεν πειράζει γιατί πιο πάνω, τον περίμεναν τα σκυλιά για τσίσα. Τα ακούσαμε, όπως κάθε βράδυ. Όχι μόνο εμείς. Όλη η Αθήνα τα ακούει.

Τα οικόσιτα σκυλιά της Αθήνας που βγαίνουν για τσίσα, είναι βαθύτατα διαταραγμένες πριμαντόνες με ρυθμό μεταπτώσεων διάθεσης που θυμίζει ανεμιστήρα και σοβαρό πρόβλημα διαχείρισης θυμού, ειδικά όταν βλέπουν άλλα να κατουράνε. Στο μικρό δρόμο γίνονται μάχες, σαματάς, τα τέρατα της Μέσης Γης βρυχώνται κι αλυχτούν, ενώ οι μικρές κυρίες τους κοντοστέκονται κι αναστενάζουν πολιτισμένα, «Ήσυχα, Ντίξι». 

Και ξαφνικά έρχεται μία στιγμή που η τρυφερότητα επιστρέφει. Όλοι έχουν βρει θέση να παρκάρουν, όλα χάθηκαν – σκυλιά, ακορντεόν, μηχανάκια. Τελευταία δεν ακούγονται καν ανοιχτές τηλεοράσεις. Ακούω πάλι το τσιρ-τσιρ από τα ποτιστήρια, μικρά θραύσματα από κουβέντες από τα μπαλκόνια, κανένα γελάκι αγάπης, ακούω τα φώτα όταν ανάβουν, τους μικρούς κεραμικούς ήχους από τα καθαρά σας πιάτα στρώνοντας το τραπέζι σας.

Στέκομαι ακίνητος στην κατατονία του δρόμου μου. Θα μείνω έτσι, σαν στήλη άλατος στη δροσιά που κατεβαίνει από το βουνό και συναντιέται με τις μουσικές που μπουμπουνίζουν από τα καλοκαιρινά μπαρ κάτω, στα Εξάρχεια. Εδώ έχουμε ειρήνη. Αυτό ακούω.



10 Μαΐ 2012

Πόσο αθώοι, γενναίοι και άοπλοι στους δρόμους.

Αφήσαμε, την Κυριακή το βράδυ, να παρασυρθούμε από τα θολά, γρατζουνισμένα «Τραγούδια της Φωτιάς» του Κούνδουρου, 1975 - το λες και βγαίνουν ιαχές από το βάθος του μυαλού, 1975. Οι μυθικές συναυλίες της μεταπολίτευσης που έγιναν στο Καραϊσκάκη και στην Αλεξάνδρας, εκρηκτικά γεμάτες και φορτωμένες φωνή. Τσιμεντένιες κερκίδες κι επάνω τους ορθάνοιχτες ψυχές να πάλλονται στο εμβατήριο των πραγμάτων που έρχονταν. Αγρότες κατέβαιναν στην πόλη, εργάτες απλώνονταν στους δρόμους, τα τρόλεϊ μέσα στο γράσο έσφυζαν από αστούς, φοιτητές κρεμασμένοι από τις ταράτσες, από τα Οροπέδια και τον Θεσσαλικό Κύκλο στις γκαρσονιέρες της Κυψέλης, Θητείες, πασιονάριες, η Μελίνα στο Καφενείον η Ελλάς σαν να ρίχνει κατάρες κι ευχές μαζί, εργασία, οργή, ουζάδικα, έκπληξη και έρωτας. Μινιόν και Πολυτεχνείο στον ίδιο δρόμο. Ζε σουί γκρέκ.


Από την ταινία «Τα Τραγούδια της Φωτιάς» του Ν.Κούνδουρου, 1975 

 «Κοίτα πόσο αθώοι ήταν οι γονείς σου.»
«Τους μισούσα.»
«Κι εγώ για να φύγω από τους δικούς μου, κατέβαινα κάτω. Έτσι πάει, μικρέ.» 


Αθώοι, γενναίοι και άοπλοι στους δρόμους. Γυμνοί, ένα στενό πουλοβεράκι κι ένα πακέτο τσιγάρα Δελφοί κασετίνα, πατικωμένα στην τσέπη, τίποτε άλλο. Κοιτούσαν ατρόμητοι την κάμερα, έλα, γράφ’τα όλα, δείξε. Τα μαλλιά τους μύριζαν σοβαρό σεξ και άγονη γραμμή. Κοίταζαν ευθεία ψηλά ή δίπλα τους, τους αγαπημένους τους, πλάι-πλάι μαζί στο δρόμο. Αν χαθούμε ραντεβού στη Σόνια. Γελούσαν και πατούσαν σταθερά κάθε επόμενο βήμα τους. Έλσα σε φοβάμαι, Έλσα σ’αγαπώ.


Τους έβλεπα τότε ανεβασμένους στις εξέδρες, τροπαιοφόρους, μαυροντυμένους και ψηλορείτες και άκουγα τα τύμπανα να χτυπούν. Ήταν οι θεοί μου. Με είχαν μαγέψει με κάτι ξόρκια, κάτι Ζαβαρακατρανέμια. Ήμουν 13. Μου υποσχέθηκαν Αγάπη και Επανάσταση. Καταλαβαίνεις;
«Σε πρόδωσαν, μαλάκα».


Κι έτσι, μετά από δύο χρόνια, το ’77, έσκασαν στα μούτρα μου οι Clash – σε κασέτα αγορασμένη από το Γκάτγουικ, γεμάτη εκρηκτικά, μόλις είχαν κυκλοφορήσει, φρέσκοι, θυμωμένοι, τραγανοί, η πτήση είχε καθυστέρηση, όλος ο συγχρονισμός ήταν τέλειος. White Riota riot of my own. Ήταν η δική μου σόλο πορεία, μόνος στο κέντρο της πόλης, η εκδίκησή μου στους προδότες που, τους έβλεπα σιγά σιγά, να ανεβαίνουν σαν πολτός, μέχρι να φτάσουν στην κορυφή, στην εξουσία, και να ξεχειλίσει η πούλπα. Ήθελαν να εξαργυρώσουν το ’73 με μια κολοκαρέκλα, μικρέ.  

Μετά από λίγο, ούτε καν το ηρωικό ’75 με τα «Τραγούδια της Φωτιάς» που βλέπεις στην ταινία του Κούνδουρου, υπήρχε πια. Τα επόμενα χρόνια η αθωότητα χάθηκε από τους δρόμους, άρχισαν να υπάρχουν τραυματίες, αίμα, αρχίσαμε να σκορπάμε στους παράδρομους. Στις πορείες όταν άρχιζαν οι φασαρίες, κόβαμε δρόμο, ανεβαίναμε τα σκαλάκια από τον Άγιο Νικόλαο της Ασκληπιού και βγαίναμε στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, το περπατούσαμε σύριζα το βουνό και μετά από λίγο ήμασταν πίσω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Καθόμασταν στα πεζούλια με τα πόδια να κρέμονται και βλέπαμε από κάτω να κοχλάζει η αναλαμπή της ιστορίας. Οι πρώτες φωτιές είχαν αρχίσει, χωρίς όμως τραγούδια πια.

 «Ξέρεις πότε κατέβηκα ξανά στους δρόμους; Στα 18 μου, όταν ερωτεύτηκα βαριά.»

Μετά, βγήκαμε για μια βόλτα στη γειτονιά. Η νύχτα της περασμένης Κυριακής, αν θυμάστε, είχε μια παραπονεμένη γλύκα, την απογοήτευση της προδοσίας. Καθίσαμε λίγο στα πεζούλια του Λυκαβηττού, όπως παλιά. Κάτω από τα πόδια μας έσκουζε τραυματισμένη η Αθήνα, αναλαμπές και κομμάτια, περιοχές ολόκληρες σε ένα καφέ – πορτοκαλί χρώμα σαν ξεραμένο αίμα. Μακρινές σειρήνες και ένας υπόκωφος, ανησυχητικός ψίθυρος, σαν πολλές φωνές μαζί, θυμωμένες, πατικωμένες, κλειδωμένες σε υπόγεια. Καθίσαμε χωρίς να μιλάμε, θυμόμουν κάπως τη μάνα μου. Πού και πού περνούσε και μας έριχνε εξεταστικές ματιές, κανένας από αυτούς τους τύπους που βγάζουν τους αστυνομικούς τους σκύλους για περιπολία και τσίσα – τους καταλαβαίνεις από το κούρεμα. Αυτοκίνητα ανέβαιναν το δρόμο πάνω, προς το θέατρο, να δουν από το ελικοδρόμιο το φεγγάρι που πλαντάζει αυτές τις μέρες. Έρχεται βαριά πανσέληνος. 



AthensVoice, τ.390, 03.05.12

16 Φεβ 2012

Σκηνές



















Μία μικρή τίγρις και μία μεγάλη τίγρις είναι ξαπλωμένες σε ένα βράχο μέσα σε ένα κλουβί. Ένας άντρας και ένα παιδί τις κοιτάζουν. Ο άντρας σηκώνει το παιδί στους ώμους του.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΙΓΡΙΣ: Πεινάω.
ΜΙΚΡΗ ΤΙΓΡΙΣ: Κι εγώ.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΑΝΤΡΑΣ: Θα αργήσετε;
ΦΩΝΗ: Δεν ξέρω, βρέχει πολύ. Εκεί τι γίνεται;
ΑΝΤΡΑΣ: Τα γνωστά. Σπάνε την Αθήνα. Κάηκε το Αττικόν.
ΦΩΝΗ: …Έπεσε και ο πολυέλαιος;…
(Κυριακή βράδυ.)

ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΜΩΒ ΧΡΩΜΑΤΑ, απόγευμα, φθινόπωρο, Βόρεια Ελλάδα.
ΑΝΤΡΑΣ: Τι κάνεις εκεί, Μαρία;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κεντάω το εξώφυλλο του νέου σιντί. Σταυροβελονιά.
ΑΝΤΡΑΣ: Και τι χρώματα βάζεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με ξέρεις τώρα. Το γκρι του κρυολογήματος με τη φωνή του Ed Harcourt, και μια παστίλια για το λαιμό με τις τρομπέτες του Erik Truffaz. Σκοτωμένο ροζ του χωρισμού ton sur tone με το «To the winter» του Brett Anderson, λίγο φλαμπέ κόκκινο με τα μπουζουκλερί του Gonjasufi. Φαζαρισμένο κίτρινο από σάπια φύλλα σε δρομάκι πάρκου της Αυστριακής Στυρίας, παχύρρευστο νορβηγικό γκρι-με-λίγο-αίμα-του-βιολιού από τον Moddi. Βραχνιασμένο γκρι και χρυσό του ουίσκι με το «Stormy weather» της Ivie Anderson, λερωμένο άσπρο του χιονιού σαν φιλί-snowballing από τον Divine Comedy. Σε αυτό το σημείο ανοίγω τα παράθυρα και μπαίνει ασημί παγωμένος αέρας με το «Wind in her hair» από τους (εϊτίλα) Motorama. Μετά βάζω μερικές βελονιές μελαγχολικό αστραπί και βροντί του Jay-Jay Johanson και της Sarah Worden, λίγο απελπισμένο μεταλλιζέ αυτοκτονί που βρήκα στο Νάσβιλ και το κλείνω με σταγόνες βροχής επάνω στο πιάνο του Volker Bertelmann. Σ΄αρέσει;
ΑΝΤΡΑΣ: Με ξέρεις τώρα. Σιχαίνομαι το καλοκαίρι.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΛΕΥΚΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΦΩΝΗ: Γιατί μιλάς ψιθυριστά;
ΑΝΤΡΑΣ: Αποκοιμήθηκε η μικρή.
ΦΩΝΗ: Και γιατί μιλάς και ψιθυριστά και αγκομαχώντας;
ΑΝΤΡΑΣ: Γιατί αποκοιμήθηκε πάνω στην κοιλιά μου.
ΦΩΝΗ: Βρήκε αρκούδο και άραξε το μωρό.
ΑΝΤΡΑΣ: Ζωγραφίζαμε.
ΦΩΝΗ: Τι ζωγραφίζατε;
ΑΝΤΡΑΣ: Έκανε όλους εμάς γύρω της, τράβηξε μία γραμμή και από κάτω έκανε όλους τους πεθαμένους της οικογένειας.
(Βράδυ, χειμώνας 2012).

ΒΙΕΝΝΗ, ΣΚΗΝΗ ΘΕΑΤΡΟΥ MUSEUMSQUARTIER HALLE E, ΒΡΑΔΥ.
Η σκηνή φωτίζεται μόνο από σειρές με φθηνά, πανηγυριώτικα λαμπάκια τσίρκου. Γύρω είναι στημένα τροχόσπιτα, καντίνες και εκδοτήρια εισιτηρίων για τα θεάματα του λούνα-παρκ. Μία κοπέλα, δύο γερμανοί στρατιώτες του μεσοπολέμου και ένας νάνος χορεύουν και κάνουν ταχυδακτυλουργίες. Στο βάθος ένα τσέλο, μία ντραμς και μπροστά στη μέση του πάλκου ένας άντρας με μπαντονεόν τραγουδάει σαν να προφητεύει το μέλλον:
MARTYN JACQUES: … Σε αυτό το πανηγύρι ο αρχηγός της μπάντας κυνηγάει το θήραμά του / καθώς η τραγική μας ιστορία ξετυλίγεται. / Κρυμμένος μέσα στις σκιές ο αρχηγός της μπάντας ξερογλείφεται / λαχταράει το κορμί σου, αυτό που κάνεις κουνώντας τους γοφούς σου. / Σε αυτό το πανηγύρι, πόσες ξετυλίγονται ιστορίες / για πόθους, αρετές, χαρά και αμαρτίες.

ΒΑΓΟΝΙ ΤΡΕΝΟΥ, ΒΡΑΔΥ.
Στο κάθισμα είναι ξαπλωμένη η Δούκισσα του Γουίνδσορ. Έχει βιαστεί βάναυσα και στην πλάτη της κάποιος έχει γράψει με πυρωμένο σίδερο τη λέξη: «Windsor». Ένας εύσωμος άντρας με καφέ τουίντ σακάκι και μονόκλ στέκεται δίπλα της όρθιος. Απέναντί του ένας νεαρός τον κοιτάζει. Έχουν και οι δύο το δεξί τους χέρι στο πιγούνι τους και προσπαθούν να διαλευκάνουν το μυστήριο.

ΜΠΙΛΙΑΡΔΑΔΙΚΟ, ΒΡΑΔΥ.
Δύο άντρες, ο ένας γύρω στα 35 και ο άλλος γύρω στα 45, στέκονται μπροστά σε έναν πίνακα που απεικονίζει μία γυμνή, τριχωτή πλάτη. Έξω κάνει δυνατό κρύο.Link
ΑΝΤΡΑΣ 45: Στη σχολή εμείς αυτά τα κάναμε τρίχα-τρίχα με το ραπιντογκράφ.

ΧΑΛΑΝΔΡΙ, PETITE FLEUR, ΒΡΑΔΥ.
Μέσα αριστερά, στο τέρμα δεξιά τραπεζάκι. Δύο γυναίκες, τρείς άντρες. Μπροστά τους έχουν αχνιστές κούπες σοκολάτας κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ακούγεται το «Cool struttin’» του Sonny Clark.
ΓΥΝΑΙΚΑ Α: Σε μιάμιση ώρα πετάω για Νέα Υόρκη. Διώξτε με.
ΣΟΦΙΑ Φ.: Κάτσε καλέ, προλαβαίνεις.
ΝΙΚΟΣ Φ.: Να φέρω άλλο ένα;
ΑΝΤΡΑΣ Β: Είδα το εξώφυλλο του Γλυκού για τη συλλογή. Πόσο άψογος; Μυρίζει σοκολάτα.
ΑΝΤΡΑΣ Γ: Ο Γλυκός είναι το χαμένο παιδί της Αμελί.
ΑΝΤΡΑΣ Β: Νοιώθω αγάπη εδώ μέσα. Μπορώ να κάτσω έτσι, σε αυτό το τραπεζάκι μέρες.
ΝΙΚΟΣ Φ.: Τότε θα έρθεις την Τετάρτη στο live jazz που κάνουμε;
ΑΝΤΡΑΣ Β: Αφού με ξέρεις. Δεν βγαίνω.

ΑΝΤΡΑΣ ΣΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΝΑΠΕ, μιλάει στο τηλέφωνο.
ΦΩΝΗ (στα ιταλικά): Είναι ασφαλές να κυκλοφορείς έξω;
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι. Μην ανησυχείς.
ΦΩΝΗ: Να προσέχεις, ε;
ΑΝΤΡΑΣ: Σήμερα το πρωί βρήκα ένα μισοκαμένο πόδι από κούκλα βιτρίνας πεταμένο στα σκουπίδια.
(Δευτέρα βράδυ.)

ΠΑΙΔΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ, ΒΡΑΔΥ.
Ένας άντρας κρατάει ένα μπουκάλι ουίσκι και κάθεται στην άκρη ενός παιδικού κρεβατιού. Δίπλα του ξαπλωμένο είναι ένα παιδί 6 ετών, που κρατάει αγκαλιά ένα λούτρινο πίθηκο. Πάνω από το κρεβάτι είναι κολλημένη μία αφίσα με τους καταρράκτες του Νιαγάρα.
ΑΝΤΡΑΣ: Το χρυσό σπαθί είχε από τη μία πλευρά δύο ρουμπίνια και από την άλλη κάτι άλλα διαμάντια. Με αυτό τους έσφαξε όλους. Εκτός από το βασιλιά, που τον πυροβόλησε στην κοιλιά. Και μετά έκλεψε τα κοσμήματα του παλατιού και κατευθύνθηκε προς το δάσος με τους φοίνικες. Το δάσος με τους φοίνικες μάλλον ήταν πολύ παλιό, γιατί οι φοίνικες ήταν πολύ ψηλοί.
ΠΑΙΔΙ: Μπαμπά, νύσταξα. Καληνύχτα.
ΜΠΑΜΠΑΣ: Καληνύχτα.


(Athens Voice, τ.379, 16.02.12)

25 Ιαν 2012

Statuefrenching. Φιλάω αγάλματα στο στόμα.

Έχω έναν φίλο που επισκέπτεται τα νεκροταφεία και φιλάει τα αγάλματα στο στόμα.

Τεχνικά δεν είναι, αλλά ποιητική αδεία τα ονομάζουμε γαλλικά φιλιά για να δηλώνεται το πάθος.

Παλιά, στα '80ς, τρέχαμε στο κοιμητήριο του Pere Lachaise για να αγγίξουμε την προτομή του Morrison που, χρόνο με το χρόνο, θύμιζε όλο και περισσότερο βάση για περούκα της Φάρα Φώσετ, με λίγη βοήθεια από το πρόσθετο μέηκ-απ που του έκαναν οι εικονολάτρες θαυμαστές: ρίμελ, χρωματιστά σπρέη, κόκκινα κραγιόν που ξέβαφαν αμέσως, λίγο μετά, από τα φιλιά των επόμενων επισκεπτών του τάφου.

Ευτυχώς δεν υποκύψαμε στο παρισινό κύμα ερωτισμού που ήθελε το ξαπλωτό, μπρούτζινο άγαλμα στον τάφο του δημοσιογράφου Ζυλ Νταλού (1848-1870), που έγραφε στην προ-επαναστατική La Marseillaise και τον σκότωσε ο ίδιος ο Βοναπάρτης με μία σφαίρα πάνω σε καυγά, ξεσηκώνοντας θύελλα λαϊκής οργής και ταραχών στο Παρίσι, να έχει έντονες υπερφυσικές επιρροές στη γονιμότητα και στον πνευματικό οίστρο όποιας/ου τριφτεί επάνω του. Το άγαλμα έχει ξεκούμπωτο το πρώτο κουμπί του παντελονιού και μία εμφανώς διακριτική, επιθανάτια στύση, που έχει αρχίσει πλέον και λαμποκοπάει το μέταλλο σε' κείνο το σημείο.

Όχι. Δεν τριφτήκαμε ποτέ επάνω στον Νταλού, ούτε και αγγίξαμε ποτέ, ερωτευμένοι, ταξιδεύοντας πάνω-κάτω στην Ιταλία, το στήθος της μπρούτζινης Ιουλιέτας των Καπουλέτων στη Βερόνα, στο άγαλμα που είναι στημένο στην αυλή του πατρικού σπιτιού της παντοτινής ερωτευμένης. Ένα απαλό χάδι εκεί, μπορεί να σου φέρει την αγάπη. Το στήθος γυαλίζει σαν υπόσχεση, από τα εκατομμύρια αγγίγματα που έχει δεχτεί όλα αυτά τα χρόνια, από χούφτες αυτοχείρων παρθένων και ηδονιστών.

Το χούφτωμα των αγαλμάτων λοιπόν, είναι άλλο. Λέγεται gropping και είναι ένα καγκούρικο φωτογραφικό κλισέ, που κρύβει ένστικτα βανδαλισμού και σάχλας-στην-πενταήμερη. ΟΙ περισσότεροι ποζάρουν, τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που χρειάζεται το snapshot, αδιαφορώντας εντελώς για την τρυφερότητα, τη μοναξιά, την ένταση και την ποιοτική ταυτότητα του αγάλματος. Κάνουν την πόζα τους στιγμιαία, βγαίνουν με κόκκινα διαβολικά μάτια από το φλας και την ποστάρουν κατευθείαν στο Φου-Μπου τους. Και ας μη συζητήσουμε καλύτερα για τα φωτογραφικά κλισέ στα μουσεία με κέρινα ομοιώματα.

Ο ΚάπαΒήτα μία μέρα μου είπε: "Φιλάω αγάλματα". "Για πες μου", του είπα.

"Το πρώτο άγαλμα που φίλησα ήταν η Λαμπέτη στον πεζόδρομο της Δελφών. Περνούσα δίπλα, μου φάνηκε τόσο μόνη κάτω από τις φυλλωσιές και τη φίλησα. Μετά θυμήθηκα και άλλα μπούστα που μαραζώνουν γεμάτα κουτσουλιές, η Βουγιουκλάκη στην πλατεία Μαβίλη, ο Παπανικολάου στην πλατεία απέναντι από τον σταθμό Λαρίσης, οι Φιλικοί στο Κολωνάκι (αυτοί χωρίς κουτσουλιές), η Μελίνα Μερκούρη στις αρχές της Συγγρού. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη, αλλά μεγάλο απωθημένο. Εκείνο το βράδυ έβρεχε, έπρεπε να κουβαλήσω ένα καφάσι και να το κάνω γρήγορα γιατί χάζευαν οι οδηγοί των τουριστικών λεωφορείων. Η Μελίνα έχει το μεγαλύτερο κεφάλι για να είναι προφανώς ορατή από τον Πειραιά και τα δύο, τρία, τέσσερα παιδιά της, και τεράστια χείλια."

Ο ΚάπαΒήτα αγαπάει την πόλη με τον δικό του τρόπο. Περιποιείται τις λεπτομέρειές της. Εκτός από τα αγάλματα, φωτογραφίζει και μικρές, εμβληματικές αναπηρίες της Αθήνας, ένα ξεχασμένο σημείωμα, ένα σημαντικό σκουπίδι, τις ταμπέλες με σελοτέηπ σε δικαστήρια και τουαλέτες μπαρ. Σε λίγο θα αρχίσει να γλύφει και τοίχους (ψέματα, έχει ήδη αρχίσει).

"Μία καλή ευκαιρία για αγάλματα αρχαίων" λέει, "ήταν η Biennale. Υπήρχε μία αίθουσα με γύψινα εκμαγεία πεταμένα τριγύρω και κανείς φύλακας στην αίθουσα. Μπορεί και να απαγορευόταν, δεν είμαι σίγουρος με τη μοντέρνα τέχνη, όπως και με την αρχαία. Βέβαια μετά μου είπαν ότι υπάρχει Μουσείο Αφής στην Καλλιθέα γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Περισσότερο άβολα αισθάνθηκα στο Α' Νεκροταφείο κυρίως επειδή έπρεπε να πατήσω επάνω σε τάφους για να φτάσω τη Βέμπο και τον Κολοκοτρώνη που είχαν και σημαίες props στις πλάτες."

"Την Κοιμωμένη δεν τη φίλησα".

Με ελαφρώς ειδωλολατρική διάθεση αλλά κυρίως με συγκινητική συμπαράσταση στη μοναξιά τους, αρχίσαμε να λέμε ποιούς άλλους πρέπει να φιλήσει. Τον πάντα dark wave Καλομοίρη έξω από τη Νομική, τον Γούναρη με την κιθάρα του έξω από τον Πράσινο Πύργο. Ποιόν άλλο;

"Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι ελάχιστα αγάλματα είναι στο ανθρώπινο ύψος. Υπάρχει ένας Ελύτης στη Δεξαμενή που περπατάει, που θέλω να φιλήσω, ένας μικρός βανδαλισμένος άγγελος με κόκκινες ρώγες και χείλια μπροστά στην παλιά Βουλή κάτω από τον Τρικούπη που ανοίγει το ένα του χέρι, ένας κοιμισμένος ή πεθαμένος Υψηλάντης στην εκκλησία μέσα στο Πεδίο του Άρεως με σπασμένη μύτη από την οποία βγαίνει ένα μικρό σίδερο, ένα άγαλμα με την Ακρόπολη στο κεφάλι μπροστά στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου και το πιο κουτσουλημένο κεφάλι της Αθήνας, εκείνο του απελευθερωτή λαών Χοσέ Ντε Σαν Μαρτίν στην πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας. Τον λυπάμαι και τον σιχαίνομαι, τόσο μόνος. Οι περισσότεροι μου λένε να πάω να φιλήσω τον Κολοκοτρώνη στη Σταδίου, συλλογικό απωθημένο, αν ήμουν στη Θεσσαλονίκη θα μου έλεγαν για τον Μεγαλέξανδρο."



30 Νοε 2011

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

· Ένα βράδυ με κρύο κατεβήκαμε όπως παλιά – αγέρωχα, επειδή ήταν άδεια – την Ιπποκράτους. Α, κοίτα, άνοιξε κλαμπ δίπλα στο Πασόκ, είπα. Δεν είναι κλαμπ, είναι ο Νάκας, με διορθώσανε. Μα, τόσα κόκκινα φώτα και μαρκίζες; Δεν το είχα προσέξει, γουάου, μπράβο. Γυαλίζει σαν φρεσκολουσμένο Studio 54. Αμέσως μετά συναντήσαμε τον σιωπηλό, σοφό Πύρινο Κόσμο με τη βιτρίνα γεμάτη ζεν και νιρβάνα και προσγειωθήκαμε. Είπαμε, τι είναι η ζωή; Όλα αυτά μια μέρα θα είναι θάλασσα.

· Μέχρι να σκεφτούμε την Ιπποκράτους θάλασσα, γωνία με Ακαδημίας είδαμε πολλές ηλικιωμένες κυρίες με φουσκωτά μαλλιά μαζεμένες γύρω από μία δυνατή κίτρινη λάμπα. Πάνω από τα κεφάλια τους, το πόστερ του Βασίλη Τσιβιλίκα, σαν όραμα, έλεγε «Η ζωή είναι ποδήλατο. Θέατρο Ακάδημος». Όσο υπάρχουν τα απογεύματα της Παρασκευής, τα θέατρα θα γεμίζουν από τις θείες μας, είπαμε. Είναι το δίκαιο του ηθοποιού. Είναι το prime time του αθηναϊκού κέντρου που επιμένει να πιστεύει στο φως της μαρκίζας, έστω και σ’ αυτόν τον έναν κιτρινισμένο προβολέα, σαν φάρο μέσα στο σκοτάδι της θάλασσας.

· Μετά διασχίσαμε το πορτοκαλί ποτάμι της Ακαδημίας ενώ ένας ποδηλάτης με ισοθερμικό κολάν περνούσε με κόκκινο (οκ, βαθύ πορτοκαλί), γυαλίζοντας ολόκληρος από τα φώτα και τα φανάρια πάνω του, ρόδες, σέλα, μπρος, πίσω, τιμόνια, χερούλια, πετάλια, ντισκοτέκ. Το είπε ο Τσιβιλίκας, σκέφτηκα από μέσα μου.

· Κάθε βόλτα στην Αθήνα γεμίζει το κεφάλι μου εικόνες ενός σεναρίου, πολλών σεναρίων, σαν να ανοίγω ένα κουτί με ιστορίες. Όποτε κατεβαίνω π.χ. την Ιπποκράτους, στην είσοδο της στοάς του Ακροπόλ νομίζω ότι θα δω τη Ρένα Ντορ να βγαίνει κουκουλωμένη το μαντό της μετά από παράσταση, και στο Διάνα απ’ έξω, ότι θα δω τη Ράντου να περιμένει στη στάση το εικοσιπέντε, για Προφήτη Δανιήλ.

· Χωθήκαμε απέναντι, στη Στοά Πεσμαζόγλου για να πάρουμε θαλπωρή από τα βιβλιοπωλεία και τα μαγαζιά με τις βαλίτσες. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να σταματάς σε μία βιτρίνα με σακ βουαγιάζ και πορτοφόλια, αλλά κάθε φορά σταματάμε και λέμε «Πάμε Μπράιτον» ας πούμε, «τον άλλο μήνα;» κοιτάζοντας την κλειδαριά καμιάς σαμσονάιτ. «Πάμε», είπαμε και τώρα και στρίψαμε σηκώνοντας τον γιακά.

· Τρέξαμε να μπούμε στα βιβλιοπωλεία της Στοάς. Αμέσως η ζέστη μάς γλύκανε τον σβέρκο. Υπήρχε μία υπόκωφη αγάπη σαν να κόχλαζαν από κάτω μας καζάνια, το θέατρο στα έγκατα, οι αρχαίες μηχανές του Κουν. Συγκινητικές, μικρόσωμες θείες ήταν βυθισμένες στους καναπέδες και διάβαζαν. Η ηρεμία στάλαζε ευγενικά από τα φώτα στις προθήκες, επάνω στα βιβλία. Τα θέλαμε όλα. Τα προσπερνούσαμε αργά, χαϊδεύοντας απλώς τα εξώφυλλά τους, ψηλαφούσαμε να βρούμε το χαρτί που θα μας συγκινούσε ακαριαία. Όταν βγήκαμε, κρατούσα το καινούργιο βιβλίο του φίλου μας, του Μανώλη Ζαχαριουδάκη, που έβγαλε στο Μεταίχμιο: «Ζωγραφική, Οδηγίες Χρήσεως ή Συμβουλές για τη διαδρομή του εικαστικού έργου από το εργαστήριο στον κόσμο».

· «Καφέ, τ.ώ.ρ.α.» είπαμε.

· «Η τέχνη είναι σαν δηλητήριο, όπως το οξυγόνο: αν έχεις λίγο πεθαίνεις, αν έχεις πολύ καίγεσαι ˙ πρέπει να βρίσκεται στη σωστή αναλογία με το άζωτο. Ακολούθως, η τέχνη πρέπει να βρίσκεται σε ισορροπία με το χρήμα: με τα πολλά λεφτά γίνεται ηλίθια και βαρετή, με τα λίγα λεφτά είναι γελοία, φτηνή, ανάξια. Αυτό ισχύει και όταν βλέπεις και όταν έχεις το έργο. Γι’ αυτό μην παίζεις με την τιμή του έργου σου. Ασφαλής διάρκεια ενατένισης ενός έργου άλλου καλλιτέχνη είναι τα 8-9 δευτερόλεπτα (αν είναι video πλησιάζει τα 20 δευτερόλεπτα). Μετά τα 12 δευτερόλεπτα έχεις υποστεί την επίδραση

· Ο Μανώλης έχει πιάσει από το χέρι και καθοδηγεί βήμα-βήμα τους νέους καλλιτέχνες που θέλουν να παρουσιάσουν το έργο τους και να ζήσουν από την τέχνη τους. Τους οργανώνει – από το βαλιτσάκι με τα σύνεργα άμεσης ανάγκης, μέχρι το πορτφόλιο και το εργαστήριό τους. Τους λέει να το έχουν ακατάστατο, σαν την ψυχή του καλλιτέχνη, αλλά ο επισκέπτης πρέπει να μπορεί να περπατήσει με ασφάλεια, χωρίς να λερωθεί, να μπορεί να δει τα έργα από τη σωστή απόσταση και με σωστό φωτισμό. Το δικό του, λέει, είναι απίστευτα βρόμικο και ακατάστατο, και αυτό δεν αντανακλά την ψυχή του, μάλλον προτιμά να μην τον επισκέπτεται κανείς. Έτσι˙ με νηφάλιο ύφος και ελαφρύ μειδίαμα δίνει στους μικρούς «το μικρό μαύρο βιβλιαράκι με τις οδηγίες» σαν κουτί γεμάτο με προσωπικές ιδιαιτερότητες και curiosities που το κάνουν μοναδικό: σχεδίασε τη δική του, χειρόγραφη γραμματοσειρά, παίζει με τα διάστιχα και τις κολώνες του κειμένου, βγαίνει από τα περιθώρια, ρίχνει απρόοπτα μικρά σκιτσάκια στις γωνίες και απολαυστικές, σημαδιακές χρονολογίες του παγκόσμιου χάρτη. «1882: Ηλεκτρικός ανεμιστήρας. 1916: Ο Monet συνεχίζει να ζωγραφίζει λουλούδια στο νερό. 1966: Ξεκινάει το Star Trek στην τηλεόραση

· Και όλο αυτό το εγχειρίδιο, το απογειώνει με μία μικρή, μικρότατη, τέλεια λεπτομέρεια: το γράφει σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Το απευθύνει σε γυναίκα. Μια νεαρή ζωγράφο. Άλλη μια ιστορία μπροστά μου.

· Το Σάββατο φύγαμε μέσα στο γκρίζο μεσημέρι και πήγαμε σε ένα ξεχασμένο μοτέλ, το «Μοτέλ Γαλήνη». Εγώ το φανταζόμουν σαν μικρό, παρακμιακό Ξενία ξεχασμένο μεταξύ Πόρτο Χέλι και ταινίας από τα ‘70ς. Σαν έργο σε θέατρο της Ιπποκράτους. Τελικά ήταν στο Project Space του 6 D.o.g.s, ένα φωτογραφημένο ταξίδι από την παλιά μας φίλη, την Δήμητρα Ιωάννου, καρέ ενός σφιχτού δράματος «δρόμου», με ήσυχες εικόνες και ηρωίδα αυτήν που υποδύεται η φωτογράφος. Ελαφρώς θρίλερ, αρκετά Μπέργκμαν, στις γωνίες του Μοτέλ νόμιζα ότι έβλεπα την Έλεν Μπέρστιν με ζακέτα. Κάπως τσαλακωμένα λευκά τραπεζομάντηλα με βαρειά ροζ τριαντάφυλλα επάνω τους, απογευματινός χειμωνιάτικος ήλιος επάνω σε ταπετσαρίες, παρκέ μωσαϊκά, breakfast room, κίτρινες φλοκάτες, ξαναδιαβασμένα βιβλία αφημένα στο ράφι της τραπεζαρίας. Επάνω στους κατάλευκους τοίχους αντηχούσαν οι σιγανές φωνές μας σαν σάουντρακ και οι φωτογραφίες άνοιγαν τρύπες στο ύψος των ματιών μας – όπως έλεγε ο Ζαχαριουδάκης ότι πρέπει να κρεμάμε τα έργα.

· «Αν σταθώ εδώ, δίπλα στα τριαντάφυλλα και κάνω τον σταυρό μου, θα είναι σαν βρίσκομαι σε νεκροταφείο.» Είχαμε σταθεί περισσότερα από 12 δευτερόλεπτα. Είχαμε υποστεί την επίδραση.

Έξω από το Μοτέλ Γαλήνη, στην Αθηνάς, σκοτάδια. Ουρές τα άδεια ταξί περίμεναν πελάτη, μία κίτρινη, σκοτεινή θάλασσα.