10 Μαΐ 2012

Πόσο αθώοι, γενναίοι και άοπλοι στους δρόμους.

Αφήσαμε, την Κυριακή το βράδυ, να παρασυρθούμε από τα θολά, γρατζουνισμένα «Τραγούδια της Φωτιάς» του Κούνδουρου, 1975 - το λες και βγαίνουν ιαχές από το βάθος του μυαλού, 1975. Οι μυθικές συναυλίες της μεταπολίτευσης που έγιναν στο Καραϊσκάκη και στην Αλεξάνδρας, εκρηκτικά γεμάτες και φορτωμένες φωνή. Τσιμεντένιες κερκίδες κι επάνω τους ορθάνοιχτες ψυχές να πάλλονται στο εμβατήριο των πραγμάτων που έρχονταν. Αγρότες κατέβαιναν στην πόλη, εργάτες απλώνονταν στους δρόμους, τα τρόλεϊ μέσα στο γράσο έσφυζαν από αστούς, φοιτητές κρεμασμένοι από τις ταράτσες, από τα Οροπέδια και τον Θεσσαλικό Κύκλο στις γκαρσονιέρες της Κυψέλης, Θητείες, πασιονάριες, η Μελίνα στο Καφενείον η Ελλάς σαν να ρίχνει κατάρες κι ευχές μαζί, εργασία, οργή, ουζάδικα, έκπληξη και έρωτας. Μινιόν και Πολυτεχνείο στον ίδιο δρόμο. Ζε σουί γκρέκ.


Από την ταινία «Τα Τραγούδια της Φωτιάς» του Ν.Κούνδουρου, 1975 

 «Κοίτα πόσο αθώοι ήταν οι γονείς σου.»
«Τους μισούσα.»
«Κι εγώ για να φύγω από τους δικούς μου, κατέβαινα κάτω. Έτσι πάει, μικρέ.» 


Αθώοι, γενναίοι και άοπλοι στους δρόμους. Γυμνοί, ένα στενό πουλοβεράκι κι ένα πακέτο τσιγάρα Δελφοί κασετίνα, πατικωμένα στην τσέπη, τίποτε άλλο. Κοιτούσαν ατρόμητοι την κάμερα, έλα, γράφ’τα όλα, δείξε. Τα μαλλιά τους μύριζαν σοβαρό σεξ και άγονη γραμμή. Κοίταζαν ευθεία ψηλά ή δίπλα τους, τους αγαπημένους τους, πλάι-πλάι μαζί στο δρόμο. Αν χαθούμε ραντεβού στη Σόνια. Γελούσαν και πατούσαν σταθερά κάθε επόμενο βήμα τους. Έλσα σε φοβάμαι, Έλσα σ’αγαπώ.


Τους έβλεπα τότε ανεβασμένους στις εξέδρες, τροπαιοφόρους, μαυροντυμένους και ψηλορείτες και άκουγα τα τύμπανα να χτυπούν. Ήταν οι θεοί μου. Με είχαν μαγέψει με κάτι ξόρκια, κάτι Ζαβαρακατρανέμια. Ήμουν 13. Μου υποσχέθηκαν Αγάπη και Επανάσταση. Καταλαβαίνεις;
«Σε πρόδωσαν, μαλάκα».


Κι έτσι, μετά από δύο χρόνια, το ’77, έσκασαν στα μούτρα μου οι Clash – σε κασέτα αγορασμένη από το Γκάτγουικ, γεμάτη εκρηκτικά, μόλις είχαν κυκλοφορήσει, φρέσκοι, θυμωμένοι, τραγανοί, η πτήση είχε καθυστέρηση, όλος ο συγχρονισμός ήταν τέλειος. White Riota riot of my own. Ήταν η δική μου σόλο πορεία, μόνος στο κέντρο της πόλης, η εκδίκησή μου στους προδότες που, τους έβλεπα σιγά σιγά, να ανεβαίνουν σαν πολτός, μέχρι να φτάσουν στην κορυφή, στην εξουσία, και να ξεχειλίσει η πούλπα. Ήθελαν να εξαργυρώσουν το ’73 με μια κολοκαρέκλα, μικρέ.  

Μετά από λίγο, ούτε καν το ηρωικό ’75 με τα «Τραγούδια της Φωτιάς» που βλέπεις στην ταινία του Κούνδουρου, υπήρχε πια. Τα επόμενα χρόνια η αθωότητα χάθηκε από τους δρόμους, άρχισαν να υπάρχουν τραυματίες, αίμα, αρχίσαμε να σκορπάμε στους παράδρομους. Στις πορείες όταν άρχιζαν οι φασαρίες, κόβαμε δρόμο, ανεβαίναμε τα σκαλάκια από τον Άγιο Νικόλαο της Ασκληπιού και βγαίναμε στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, το περπατούσαμε σύριζα το βουνό και μετά από λίγο ήμασταν πίσω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία. Καθόμασταν στα πεζούλια με τα πόδια να κρέμονται και βλέπαμε από κάτω να κοχλάζει η αναλαμπή της ιστορίας. Οι πρώτες φωτιές είχαν αρχίσει, χωρίς όμως τραγούδια πια.

 «Ξέρεις πότε κατέβηκα ξανά στους δρόμους; Στα 18 μου, όταν ερωτεύτηκα βαριά.»

Μετά, βγήκαμε για μια βόλτα στη γειτονιά. Η νύχτα της περασμένης Κυριακής, αν θυμάστε, είχε μια παραπονεμένη γλύκα, την απογοήτευση της προδοσίας. Καθίσαμε λίγο στα πεζούλια του Λυκαβηττού, όπως παλιά. Κάτω από τα πόδια μας έσκουζε τραυματισμένη η Αθήνα, αναλαμπές και κομμάτια, περιοχές ολόκληρες σε ένα καφέ – πορτοκαλί χρώμα σαν ξεραμένο αίμα. Μακρινές σειρήνες και ένας υπόκωφος, ανησυχητικός ψίθυρος, σαν πολλές φωνές μαζί, θυμωμένες, πατικωμένες, κλειδωμένες σε υπόγεια. Καθίσαμε χωρίς να μιλάμε, θυμόμουν κάπως τη μάνα μου. Πού και πού περνούσε και μας έριχνε εξεταστικές ματιές, κανένας από αυτούς τους τύπους που βγάζουν τους αστυνομικούς τους σκύλους για περιπολία και τσίσα – τους καταλαβαίνεις από το κούρεμα. Αυτοκίνητα ανέβαιναν το δρόμο πάνω, προς το θέατρο, να δουν από το ελικοδρόμιο το φεγγάρι που πλαντάζει αυτές τις μέρες. Έρχεται βαριά πανσέληνος. 



AthensVoice, τ.390, 03.05.12

Δεν υπάρχουν σχόλια: